πανοραμικός

πανοραμικός
-ή, -ό [πανόραμα]
1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη»)
2. (κατ' επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός
3. φρ. «πανοραμική λήψη»
κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία πραγματοποιείται χωρίς μετατόπιση τής κινηματογραφικής μηχανής λήψεως, αλλά με απλή και αργή περιστροφή της.
επίρρ...
πανοραμικώς και -ά
σαν πανόραμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανοραμικός — ή, ό αυτός που επιτρέπει να δούμε σε μεγάλη έκταση: Πανοραμικός φακός. Ουσ. πανοραμικότητα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανοραματικός — ή, ό πανοραμικός. επίρρ... πανοραματικώς και ά σαν σε πανόραμα, πανοραμικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανόραμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σ. Ν. Βασιλειάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”