- πανοραμικός
- -ή, -ό [πανόραμα]1. αυτός που μοιάζει με πανόραμα ή αυτός που φαίνεται σαν σε πανόραμα (α. «πανοραμική θέα» β. «πανοραμική οθόνη»)2. (κατ' επέκτ.) θεαματικός, αξιοθέατος, φαντασμαγορικός3. φρ. «πανοραμική λήψη»κινημ. κινηματογραφική λήψη η οποία πραγματοποιείται χωρίς μετατόπιση τής κινηματογραφικής μηχανής λήψεως, αλλά με απλή και αργή περιστροφή της.επίρρ...πανοραμικώς και -άσαν πανόραμα.
Dictionary of Greek. 2013.